καθαίρει

καθαίρει
καθαίρω
cleanse
pres ind mp 2nd sg
καθαίρω
cleanse
pres ind act 3rd sg
καθαιρέω
take down
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
καθαιρέω
take down
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
καθαιρέω
take down
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
καθαιρέω
take down
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθαιρεῖ — καθαιρέω take down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καθαιρέω take down pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καθαιρέω take down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καθαιρέω take down pres ind act 3rd sg (attic epic doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отъмѣтати — ОТЪМѢТА|ТИ (83), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отметать; сметать: не тако неч(с)тивии же не тако. но ˫ако прахъ ѥгоже ѿмѣтаѥть вѣтръ ѿ лица земли. (ἐκρίπτει) ФСт XIV/XV, 10г; и ˫ако пшеницю ѿ плѣвы. и елико тщее ѿмѣтае(т) вѣтръ. полное же в житницю влагае(т). ГБ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • оцѣщати — ОЦѢЩА|ТИ (25), Ю, ѤТЬ гл. 1.Очищать, делать чистым: да новыми призирании ѡцѣщають нивы. и на сѣмена ˫ако же ѡброци г(с)ни творѧтьсѧ. (τὰς καϑορσεις… ποιοῦντες) ФСт XIV/XV, 101а; || перен.: ты мою плоть ѿ всѧкы˫а свкверъны [так!] ѡцѣщаѥши. СбЯр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • очищати — ОЧИЩА|ТИ (110), Ю, ѤТЬ гл. 1. Очищать, делать чистым: ˫ако се нѣ при коѥмь зъданѣ съсѹдѣ. малѹ нѣкакѹ влагѹ имѹштѫ. аште въложиши || ѹгль огньнъ. исѹшѧѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѧѥть. (καϑαίρει) Изб 1076, 208–208 об.; вла(с) главы твое˫а не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • αγνευτικός — ἁγνευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διατηρεί τον εαυτό του αγνό, καθαρό, σε αντίθεση με τον αφροδισιαστικό* 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καθαιρεί, που εξαγνίζει, ο καθαρτήριος: «ἁγνευτικαὶ ἡμέραι», ημέρες καθαρμού από τις αμαρτίες (σε πάπυρο) 3.… …   Dictionary of Greek

  • αγνιστής — ἁγνιστής, ο (Α) [ἁγνίζω] αυτός που καθαιρεί, εξαγνίζει …   Dictionary of Greek

  • ειδωλοσπάστης — ο αυτός που σπάει ή καθαιρεί τα είδωλα …   Dictionary of Greek

  • επίστροφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιφίτου. Ο Όμηρος αναφέρει πως έλαβε μέρος με 40 πλοία των Φωκαέων στην εκστρατεία της Τροίας. 2. Γιος του Μακιστέα. Ήταν σύμμαχος των Τρώων, επικεφαλής των Αλιζώνων ή Αλαζώνων. 3. Γιος του Εύηνου, αδελφός… …   Dictionary of Greek

  • καθαίρω — (AM καθαίρω) 1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.) 2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.) αρχ. 1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.) 2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”